- φουντοΰκος
- ο пышка, бутуз (о ребёнке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουντούκος — ο, Ν [φουντούκι] μτφ. (για πρόσ.) παχουλός, στρουμπουλός … Dictionary of Greek
φουντούκος — ο στρουμπουλό, παχουλό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)